Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Συνέντευξη του Σ.Μαρκέτου για τις ρίζες του ρατσισμού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.


Οι εκδηλώσεις ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Σε ποια χρονική περίοδο ανάγετε το φαινόμενο;

Ο ρατσισμός είναι φαινόμενο ασύμμετρο, με την έννοια ότι εμφανίζεται ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες που έχουν πολύ διαφορετική θέση στον καταμερισμό εργασίας. Δεν είναι κάτι που έχει πρωταρχικά να κάνει με το χρώμα του δέρματος ή με το χρώμα των ματιών. Κανείς δεν σκέφτεται να γίνει ρατσιστής απέναντι στους Ιάπωνες, αλλά πολύ εύκολα μπορεί να γίνει ρατσιστής απέναντι σε άλλους λαούς, που μπορεί εξωτερικά να μοιάζουν με τους Ιάπωνες, αλλά έχουν διαφορετική θέση στον καταμερισμό εργασίας.

Ιστορικά, ο ρατσισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα, την εποχή της ανακατάληψης της Ισπανίας από τους χριστιανούς Ισπανούς, που τάσσονταν ενάντια στους μουσουλμάνους και τους εβραίους. Τότε ήτανε που αναπτύχθηκε η αντίληψη της καθαρότητας του αίματος. Δηλαδή, για να έχεις δικαιώματα αριστοκράτη (διότι γι’ αυτούς μιλούσαμε εκείνη την εποχή) υποτίθεται πως δεν έπρεπε να έχεις αραβικό ή εβραϊκό αίμα. Από εκεί πήραμε την ιδέα της φυλής – της «ράτσας», η οποία είναι αραβική λέξη και μας ήρθε μέσω των Ισπανών.

Στη συνέχεια, ο ρατσισμός αναπτύχθηκε απέναντι στις ομάδες τις οποίες καταδίωκε η Δύση. Ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων, λόγου χάρη, δεν οφείλεται στο ότι μας έκαναν κάτι οι μαύροι, οφείλεται στο ότι εκείνοι ήταν τα θύματά μας. Οι Έλληνες, ευτυχώς, δεν είχαν εμπλοκή σε αυτό. Μιλώ για τους Ευρωπαίους, και ιδιαίτερα για εκείνους που οργάνωσαν το δουλεμπόριο, το οποίο ήταν πολύ σημαντική πλευρά της κοινωνικής ζωής στην Ευρώπη, από τον 16ο μέχρι και τον 19ο αιώνα. Έτσι πλούτισαν πάρα πολλές περιοχές της Γαλλίας ή της Αγγλίας και αυτό έδωσε πολύ σκληρή ρατσιστική ροπή στην κοσμοαντίληψη των ανθρώπων. Αναπτύχθηκε, λοιπόν, ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων, ακριβώς γιατί οι μαύροι ήταν τα θύματα και έπρεπε να αναπτυχθεί μια ιδεολογία η οποία να δικαιολογεί τη θυματοποίησή τους. Δεν αναπτύσσεται ρατσισμός απέναντι σε οποιονδήποτε έχει διαφορετικά εξωτερικά χαρακτηριστικά από αυτά της κυρίαρχης ομάδας. Μπορούμε να σκεφτούμε πάρα πολλές περιπτώσεις από την καθημερινή μας εμπειρία για να δούμε ότι αυτό ισχύει.

Γιατί όμως αναπτύσσεται ο ρατσισμός;

Ο πολύ μεγάλος κοινωνιολόγος Ιmmanuel Wallerstein υποστηρίζει ότι ο ρατσισμός είναι παιδί του καπιταλισμού. Δηλαδή, ότι ο τρόπος με τον οποίο οι λίγοι, σε μακρά κλίμακα χρονική, εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τους υπόλοιπους, είναι διαιρώντας τους. Εκείνοι που έχουν στα χέρια τους τα μέσα για να χειρίζονται την κυρίαρχη ιδεολογία καλλιεργούν μία σειρά από διακρίσεις, οι οποίες εμποδίζουν τους καταπιεσμένους και τα θύματα της εκμετάλλευσης να ενωθούν μεταξύ τους.

Μια τέτοια, πολύ βασική διάκριση, λόγου χάρη, είναι η διάκριση του φύλου: οι γυναίκες πρέπει να βρίσκονται από κάτω και οι άντρες από πάνω. Μια ακόμη βασική διάκριση είναι η διάκριση του έθνους: οι εργαζόμενοι πρέπει να χωρίζονται σε έθνη. Η τρίτη βασική διάκριση είναι η διάκριση της φυλής –της ράτσας: οι εργαζόμενοι πρέπει να χωρίζονται σε ράτσες, ώστε οι μεν να στρέφονται εναντίον των δε.

Το ερώτημα το οποίο θέτει ο Wallerstein είναι: Για ποιο λόγο, ενώ η επίσημη ιδεολογία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι οικουμενιστική, αντιρατσιστική και κατά αυτών των διακρίσεων, βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες μια διαρκή αναπαραγωγή και ενίσχυση τους; Και η απάντηση που δίνει, βεβαίως, είναι ότι υπάρχουν αιτίες πολύ βαθιά ριζωμένες στο σύστημα στο οποίο ζούμε, που αναγκάζουν τους ανθρώπους να αναπτύσσουν στο νου τους αυτές τις διακρίσεις, οι οποίες βασικά δεν έχουν καμιά υπόσταση. Ο ρατσισμός είναι κατά βάση η αντίληψη ότι κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων συνδέονται με φυσικές ποιότητές τους: Ότι, δηλαδή, κάποιοι άνθρωποι που έχουν μαύρο δέρμα είναι ελλειμματικοί στο τάδε ή το δείνα στοιχείο. Αυτό, φυσικά, δεν έχει κάποια εμπειρική βάση.

Πώς αναπτύσσεται το φαινόμενο στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα, υπήρχε πάγια ο ρατσισμός σε βάρος των Ρομά. Αυτοί αντιμετωπίζονταν καθαρά με ρατσιστικούς όρους, και από την πολιτεία και από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Επίσης, από το 1974 και μετά, υπήρχε μια ρατσιστική αντίληψη απέναντι στους Τούρκους, η οποία, ωστόσο, συνήθως δεν μπορούσε να υλοποιηθεί σε ρατσιστικές συμπεριφορές. Βέβαια, και νωρίτερα είχε αναπτυχθεί η αντίληψη ότι οι Τούρκοι έχουν διάφορες «ποιότητες», αλλά ότι εμείς είμαστε πάρα πολύ διαφορετικοί και ανώτεροι. Στη Χούντα του ’67- ’74, λόγου χάρη, διατυπώνονταν ανοιχτά ότι ένας Έλληνας φαντάρος αξίζει για δέκα Τούρκους. Αυτή η αντίληψη οδήγησε στην καταστροφή της Κύπρου από την άκρα δεξιά εκείνη την εποχή.

Στη συνέχεια, αυτό ενισχύθηκε με ένα νέο κύμα ρατσισμού, μετά τη δεκαετία του 1990, ο οποίος είχε πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά. Δηλαδή, δεν στηριζόταν σε κάποια στοιχεία που είχαν να κάνουν με γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, αλλά στην είσοδο στην Ελλάδα φτωχών ανθρώπων από άλλες χώρες, είτε γειτονικές, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία εν μέρει, είτε μακρινές, όπως οι Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, η Ινδία κ.ο.κ. Αυτός είναι ένας ρατσισμός πολύ πιο κοντά στο συνηθισμένο ρατσισμό της δυτικής Ευρώπης. Είναι καθαρά ένας ρατσισμός απέναντι στο φτωχό. Είναι ένα μέσον, κατά βάση, ώστε ο φτωχός, ο οποίος σηκώνει στους ώμους του πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγικής μηχανής τόσο σήμερα όσο και όλες τις τελευταίες δεκαετίες, να μη διανοηθεί να ζητήσει δικαιώματα.

Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών πώς επηρέασε την κατάσταση;

Η οικονομική κρίση έπαιξε κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη των αντιλήψεων για τους μετανάστες και στην εξάπλωση ενός ρατσισμού πολύ πιο κακοήθους αυτή τη στιγμή. Στην οικονομική κρίση έχουμε από τη μια μεριά αποσταθεροποίηση του τρόπου ζωής και των αντιλήψεων ενός μεγάλου μέρους των πολιτών και από την άλλη επίσης έχουμε αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων. Και, φυσικά, οι δομικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι οι μετανάστες, καθώς είναι αδύναμοι και δεν έχουν υποστήριξη στη χώρα. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, έγιναν το θύμα συστηματικών επιθέσεων από το ακροδεξιό και στην πραγματικότητα ναζιστικό κομμάτι του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα, το οποίο αναπτύχθηκε ακριβώς φορτώνοντας στους μετανάστες την ευθύνη για όλα τα δεινά που υποφέρει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Πρόκειται για ένα χειρισμό πολύ κυνικό και σε μεγάλο βαθμό πετυχημένο.

Υπάρχουν επιτυχημένα παραδείγματα αντιμετώπισης του ρατσισμού, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην Ελλάδα;

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σε χώρες τις Ευρώπης στις οποίες βλέπουμε να υπάρχουν σχετικά μικρότερα κοινωνικά προβλήματα, ακόμα και εκεί έχουμε πάρα πολύ μεγάλη εξάπλωση του ρατσισμού. Εγώ θεωρώ ότι ο ρατσισμός σε τελική ανάλυση είναι προϊόν της κοινωνικής ανισότητας, και όσο υπάρχει κοινωνική ανισότητα –εννοώ σημαντική κοινωνική ανισότητα, όχι απλώς, ας πούμε, μια μισθολογική διαφοροποίηση του χειρουργού από τον οδοκαθαριστή– δεν θα υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα του ρατσισμού. Δε μπορεί να υπάρξει, γιατί η κοινωνική ανισότητα χρειάζεται νομιμοποιητικό λόγο και ο νομιμοποιητικός αυτός λόγος παλιότερα μπορούσε να είναι ότι εμείς έχουμε προνόμια, γιατί οι παππούδες μας είχανε προνόμια, γιατί έχουμε γαλάζιο αίμα, γιατί ήμαστε γενναίοι πολεμιστές… Παλαιότερα, υπήρχαν διάφορες τέτοιες δικαιολογήσεις. Σήμερα, αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν, οπότε η δικαιολόγηση των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων, των τρομακτικών και ολοένα χειρότερων κοινωνικών ανισοτήτων, είναι η φυλή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταγγέλλουμε το ρατσισμό και να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τα αποτελέσματα του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου